- ξεδίψασμα
- susuzluğu giderme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεδίψασμα — το το αποτέλεσμα τού ξεδιψώ, η παύση τού αισθήματος τής δίψας («να ξέρω πως ευφραίνει σε μια σκέψη σαν ξεδίψασμα», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
ξεδίψασμα — το, ατος απαλλαγή από τη δίψα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δροσισμός — ο (AM δροσισμός) ελαφρά ύγρανση, δροσιά μσν. νεοελλ. 1. το ξεδίψασμα 2. ανακούφιση, ευχαρίστηση … Dictionary of Greek